Θρύψαλλα. Διαλυμένα κομμάτια. Σκορπισμένα. Συντρίμμια.
Στο σταθερό περπάτημα, το μεταλλικό πόδι διαλύθηκε. Σκορπίστηκε, έσπασε σε χιλιάδες γυάλινα κομματάκια. Γυαλάκια.
Είχε καταφέρει να δεθεί με μέταλλο. Να μετατρέψει κάθε ίνα σε μεταλλική πανοπλία. Κι όμως τώρα, το πόδι διαλύθηκε. Σαν γυάλινο. Όντως γυάλινο. Μα μήπως ήταν κι αυτό μέρος της εξέλιξης; Διάλυση πριν την απόλυτη κορύφωση;
Σκόνη. Γαλάζια. Διάφανη. Στο χρώμα των αναμνήσεων. Των πόνων του.
Πώς ζωντανεύεις τον πόνο σου; Πώς δίνεις ζωή στα όνειρά σου; Στις αναμνήσεις σου; Έκανε να πιάσει ένα πινέλο. Μα άλλαξε γνώμη. Ένα παλιό, κακοξυσμένο, μικρό, στραβοσούλουπο, πασαλλειμένο μολύβι κράτησε στα χέρια του. Ένα μίζερο, στενάχωρο, παρατημένο μολυβίδιο. Πλησίασε τον κατάλευκο τοίχο. Τον ξασπρισμένο, τον γυαλιστερό, τον τελείως άσπρο, τον κρινένιο. Και με τα πασαλλειμένα κάρβουνο χέρια του, το κάρβουνο που πριν χρησιμόποιουσε για να πασαλείψει την άσπρη μπλούζα του, ακούμπησε με δύναμη τον τοίχο. Άρπαξε με βία το μολυβάκι, και άρχισε να ζωγραφίζει με βιάση, με δύναμη, τον τοίχο. Να τον πασαλείβει! Έχοντας ένα σχέδιο στο νου του, διέλυσε, συνέτριψε, έκανε θρύψαλλα το μολύβι κάτω από τα δάχτυλά του, μα χωρίς να δώσει σημασία, συνέχιζε να πατάει, να πιέζει, να πασαλείβει, να βρωμίζει τον κατάλευκο τοίχο με τα βρωμερά του, μαύρα, χέρια. Άρπαξε με ταχύτητα ένα καλοφτιαγμένο κάρβουνο ζωγραφικής που είχε παραδίπλα του, και το πέταξε με θυμό στον τοίχο. Λυσσασμένος, απελευθερωμένος, τρελαμένος, άρπαξε κομμάτια από αυτά που ήταν στο πάτωμα, και άρχισε να τα κολλάει με απόγνωση, με εκνευρισμό, στον τοίχο, βαρώντας τον με δύναμη, σαν να προσπαθούσε να νικήσει ένα τέρας μέσα του! Ένα σχέδιο, μαύρο, σκοτεινό, με άσπρο, γκρίζο φόντο, με έντονα σχήματα, απότομα, κοφτά, με ελάχιστες καμπύλες, δυναμικά, στρωτά. Απόγνωση άρχισε να διαφαίνεται στον τοίχο. Οι κινήσεις του ελαττώθηκαν, κούραση άρχισε να διαπερνά τα άκρα του, και ο θυμός, η ατελείωτη οργή, έμοιαζε να μετατρέπεται σιγά σιγά σε κούραση, σε θλίψη σε πόνο. Με κατεβασμένα τα μάτια, συνέχισε να πασαλείβει τον τοίχο με τα θρύμματα πλέον του καρβούνου. Δάκρυα άρχισαν να αναβλύζουν, και έδωσαν τον δικό τους τόνο, πασαλείβοντας το εβένινο μαύρο...Αγκομαχητά έβγαιναν από το στόμα του, καθώς η κούραση πλέον διαπερνούσε όλο του το κορμί. Κι όλη η ένταση εκτονωνόταν κι άλλο, καθώς η προηγούμενη έκρηξη δεν ήταν αρκετή..Στήριξε τα κατάμαυρα χέρια του στα τούβλα. Σήκωσε το βλέμμα. Σιγά σιγά. Στο μαύρο μπροστά του. Με απλά, μικρά, κουρασμένα, διαλυμένα βήματα, άρχισε να πισωπατεί. Σηκώνοντας σταδιακά το κεφάλι του. Με ένα φοβισμένο βλέμμα. Που σιγά σιγά, γινόταν όλο και πιο έντονο. Όλο και πιο φοβισμένο, με όλο και πιο γουρλωμένα μάτια. Με μάτια πανικόβλητου ανθρώπου. Πίσω πίσω. Και όσο πιο πολύ απομακρυνόταν, τόσο πιο πολύ τον φόβο τον διαδεχόταν τρόμος. Μέχρι που, έφτασε αρκετά μακριά που να χωράει στο οπτικό του πεδίο, όλο του το έργο. Και έπεσε στα γόνατα. Πανικόβλητος. Ουρλιάζοντας. Συνειδητοποιώντας τι είχε ζωγραφίσει. Με τον απόλυτο τρόμο να κυριαρχεί στα μάτια του...
Στο σταθερό περπάτημα, το μεταλλικό πόδι διαλύθηκε. Σκορπίστηκε, έσπασε σε χιλιάδες γυάλινα κομματάκια. Γυαλάκια.
Είχε καταφέρει να δεθεί με μέταλλο. Να μετατρέψει κάθε ίνα σε μεταλλική πανοπλία. Κι όμως τώρα, το πόδι διαλύθηκε. Σαν γυάλινο. Όντως γυάλινο. Μα μήπως ήταν κι αυτό μέρος της εξέλιξης; Διάλυση πριν την απόλυτη κορύφωση;
Σκόνη. Γαλάζια. Διάφανη. Στο χρώμα των αναμνήσεων. Των πόνων του.
Πώς ζωντανεύεις τον πόνο σου; Πώς δίνεις ζωή στα όνειρά σου; Στις αναμνήσεις σου; Έκανε να πιάσει ένα πινέλο. Μα άλλαξε γνώμη. Ένα παλιό, κακοξυσμένο, μικρό, στραβοσούλουπο, πασαλλειμένο μολύβι κράτησε στα χέρια του. Ένα μίζερο, στενάχωρο, παρατημένο μολυβίδιο. Πλησίασε τον κατάλευκο τοίχο. Τον ξασπρισμένο, τον γυαλιστερό, τον τελείως άσπρο, τον κρινένιο. Και με τα πασαλλειμένα κάρβουνο χέρια του, το κάρβουνο που πριν χρησιμόποιουσε για να πασαλείψει την άσπρη μπλούζα του, ακούμπησε με δύναμη τον τοίχο. Άρπαξε με βία το μολυβάκι, και άρχισε να ζωγραφίζει με βιάση, με δύναμη, τον τοίχο. Να τον πασαλείβει! Έχοντας ένα σχέδιο στο νου του, διέλυσε, συνέτριψε, έκανε θρύψαλλα το μολύβι κάτω από τα δάχτυλά του, μα χωρίς να δώσει σημασία, συνέχιζε να πατάει, να πιέζει, να πασαλείβει, να βρωμίζει τον κατάλευκο τοίχο με τα βρωμερά του, μαύρα, χέρια. Άρπαξε με ταχύτητα ένα καλοφτιαγμένο κάρβουνο ζωγραφικής που είχε παραδίπλα του, και το πέταξε με θυμό στον τοίχο. Λυσσασμένος, απελευθερωμένος, τρελαμένος, άρπαξε κομμάτια από αυτά που ήταν στο πάτωμα, και άρχισε να τα κολλάει με απόγνωση, με εκνευρισμό, στον τοίχο, βαρώντας τον με δύναμη, σαν να προσπαθούσε να νικήσει ένα τέρας μέσα του! Ένα σχέδιο, μαύρο, σκοτεινό, με άσπρο, γκρίζο φόντο, με έντονα σχήματα, απότομα, κοφτά, με ελάχιστες καμπύλες, δυναμικά, στρωτά. Απόγνωση άρχισε να διαφαίνεται στον τοίχο. Οι κινήσεις του ελαττώθηκαν, κούραση άρχισε να διαπερνά τα άκρα του, και ο θυμός, η ατελείωτη οργή, έμοιαζε να μετατρέπεται σιγά σιγά σε κούραση, σε θλίψη σε πόνο. Με κατεβασμένα τα μάτια, συνέχισε να πασαλείβει τον τοίχο με τα θρύμματα πλέον του καρβούνου. Δάκρυα άρχισαν να αναβλύζουν, και έδωσαν τον δικό τους τόνο, πασαλείβοντας το εβένινο μαύρο...Αγκομαχητά έβγαιναν από το στόμα του, καθώς η κούραση πλέον διαπερνούσε όλο του το κορμί. Κι όλη η ένταση εκτονωνόταν κι άλλο, καθώς η προηγούμενη έκρηξη δεν ήταν αρκετή..Στήριξε τα κατάμαυρα χέρια του στα τούβλα. Σήκωσε το βλέμμα. Σιγά σιγά. Στο μαύρο μπροστά του. Με απλά, μικρά, κουρασμένα, διαλυμένα βήματα, άρχισε να πισωπατεί. Σηκώνοντας σταδιακά το κεφάλι του. Με ένα φοβισμένο βλέμμα. Που σιγά σιγά, γινόταν όλο και πιο έντονο. Όλο και πιο φοβισμένο, με όλο και πιο γουρλωμένα μάτια. Με μάτια πανικόβλητου ανθρώπου. Πίσω πίσω. Και όσο πιο πολύ απομακρυνόταν, τόσο πιο πολύ τον φόβο τον διαδεχόταν τρόμος. Μέχρι που, έφτασε αρκετά μακριά που να χωράει στο οπτικό του πεδίο, όλο του το έργο. Και έπεσε στα γόνατα. Πανικόβλητος. Ουρλιάζοντας. Συνειδητοποιώντας τι είχε ζωγραφίσει. Με τον απόλυτο τρόμο να κυριαρχεί στα μάτια του...