Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Η γενιά της υπόσχεσης.

Θα σου πω πώς το έζησα εγώ. Πώς το είδα εγώ. Δόξα τω Θεώ, ακόμα και τώρα, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα. Ναι. Θα μπορούσαν.
Αλλά κάτσε να τα πάρω από την αρχή.

  Η γενιά του ’80, του 90’, ίσως και του 2000. Είμαστε η γενιά που γεννήθηκε στις καλύτερες συνθήκες. Η γενιές που θα θριάμβευαν. Οι γενιές που θα γεύονταν τον καινούριο, εκπληκτικό κόσμο που δημιουργόταν σιγά σιγά. Οι γενιές μακριά από τους πολέμους, οι γενιές στην εποχή της τεχνολογίας, της ψηφιακής τεχνολογίας, της ανάπτυξης, της ανεξέλεγκτης δημιουργίας.
Είμαστε οι γενιές που γεννήθηκαν με μία υπόσχεση.
Υπόσχεση για το μέλλον τους, υπόσχεση για τον κόσμο, υπόσχεση για ανάπτυξη, για δημιουργία, για ευτυχία, για δυνατότητες, για άνθηση και θρίαμβο.
Οι γενιές που τα είχαν όλα έτοιμα.
  Κάποιοι από μας ίσως να μην ήταν έτσι. Κάποιοι ίσως να γεννήθηκαν από οικογένειες που είχαν περάσει πολλά, κάποιοι ίσως να μεγάλωσαν σε περιβάλλοντα καθόλου ιδανικά. Συνήθως όμως ήταν αυτοί που θα τα κατάφερναν. Αυτοί που από όλη την οικογένεια θα τα έβγαζαν πέρα.
  Όλοι μας λίγο πολύ ήμασταν παιδιά που μεγάλωναν με μια υπόσχεση. Ήμασταν τα παιδιά της ελπίδας. Τα παιδιά που τα είχαν έτοιμα και θα τα κατάφερναν όλα. Τα παιδιά δικηγόροι, τα παιδιά μεγαλογιατροί, τα παιδιά του εξωτερικού, τα παιδιά της διασύνδεσης, της πολιτικής, των χρημάτων, τα παιδιά της ανάπτυξης, τα παιδιά της επιτυχίας.
Μπορεί να κάνω και λάθος. Μπορεί να κάνω πολύ μεγάλο λάθος.
Γύρω μου τουλάχιστον έτσι ήταν. Αυτά τα παιδιά ήμασταν. Τα παιδιά που όλος ο κόσμος βρισκόταν στα πόδια μας. Που μέσα από μας, από τη δουλειά μας, από τον κόπο μας, όλος ο κόσμος γύρω μας θα άνθιζε. Εμείς θα κάναμε ό,τι δεν έκαναν όλοι οι άλλοι. Τους καρπούς του νέου κόσμου. Του 21ου αιώνα.
  Στο κατώφλι αυτής της υπόσχεσης, αυτής της ελπίδας, αυτής της πόρτας προς τον κόσμο ολάκερο, όλα πάγωσαν. Πάγωσαν. Άρχισαν να απομακρύνονται. Να αλλάζουν. Να χάνουν το χρώμα τους. Να κρύβονται.
  Για άλλους αυτή η αλλαγή ήρθε καθώς σπούδαζαν. Για άλλους ήρθε μόλις βγήκαν στην αγορά εργασίας. Για άλλους τη στιγμή που έμπαιναν στο πανεπιστήμιο. Για άλλους τη στιγμή που τολμούσαν να κάνουν τα όνειρά τους για την συνέχεια της ζωής τους.

  Ξαφνικά από τη μία μέρα στην άλλη, οι γενιές της υπόσχεσης, οι γενιές της σιγουριάς και της ελπίδας, είδαν τον κόσμο να τους γυρνάει την πλάτη.

  Είδαν τον πατέρα τους, την μητέρα τους ξαφνικά να δουλέυουν πολλές ώρες. Ή να κάθονται άπειρες ώρες στο σπίτι. Είδαν την οικογένειά τους να δουλεύει ασταμάτητα για να στείλει ίσα ίσα στον αδερφό που ήταν μακριά. Είδαν τ’αδέρφια τους, τους φίλους τους, να φεύγουν από την Ελλάδα τρέχοντας και να μην ξαναγυρνούν. Σταμάτησαν τις δραστηριότητες. Άρχισαν να μετρούν τα λεφτά. Να κάνουν οικονομία. Άρχισαν να δουλεύουν. Ενώ δεν ήταν λογικό. Άρχισαν να υπολογίζουν. Τα πάντα.

  Ξαφνικά όλα δυσκόλεψαν. Ξαφνικά όλα άλλαξαν.
Κι όσο κι αν απελπισμένα προσπαθείς να συνδυάσεις τις υποσχέσεις και τα όνειρα με τα οποία μεγάλωσες, με την ανατρεπτική πραγματικότητα που μας χτύπησε την πόρτα τόσο ξαφνικά, δεν μπορείς.
  Είμαστε η γενιά που μεγαλώσε με το όνειρο της ειρήνης. Της ενότητας. Της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Αμερικής, της παγκοσμιοποίησης, της διασύνδεσης, της εκπληκτικής ανάπτυξης, της μαγείας της προόδου. Είμαστε η γενιά που ξαφνικά βρίσκεται μπροστά στην τηλεόρασή της βλέποντας τα μεγάλα κεφάλια της Ε.Ε. να ανακοινώνουν πως ο 3ος παγκόσμιος πόλεμος είναι γεγονός.
  Είμαστε η γενιά που έμεινε στα σπίτια της τελικά και δεν σπούδασε, ή έφυγε να σπουδάσει και ανέτρεψε κάθε στερεότυπο φοιτητικής ζωής. Είμαστε η γενιά που βγήκε για δουλειά και ποτέ δεν βρήκε. Η γενιά που έμεινε με τα συρτάρια της γεμάτα όνειρα, σχέδια και ανεκπλήρωτα κατορθώματα.
  Είμαστε ο φοιτητής που διάβασα πριν από 1-2 μήνες ο οποίος ήταν ξαπλωμένος στα σκαλιά μιας πολυκατοικίας, πάνω σε ένα στρώμα, αγκαλιά με τα τετράδιά του. Είμαστε οι φοιτητές που έφυγαν μόνοι τους σε μια άλλη ήπειρο προσπαθώντας να κυνηγήσουν κάποιο όνειρο ενώ όλος ο κόσμος τους φωνάζει να μην κουνιούνται, ή προσπαθώντας να βρουν μία καλύτερη τύχη, μακριά από κάθε τι που θυμίζει σπίτι. Είμαστε η γενιά που βλέπει τους πρόσφυγες από τη Συρία και τη Μέση Ανατολή να καταφθάνουν στη χώρα μας και ανατριχιάζει γιατί θυμάται σκηνές από ταινίες, από βιβλία, από την Ιστορία που κάποτε τυχαία διάβασε. Κάπου μέσα του τρέμει το φυλλοκάρδι της. Στα μάτια αυτών των ανθρώπων βλέπει ένα κομμάτι ενός πιθανού μελλοντικού της εαυτού. Είμαστε η γενιά που αρνείται πεισματικά να πιστέψει πώς όλοι αυτοί που μας υποσχέθηκαν, που μας έδειξαν, που μας έφτιαξαν και μας χάρισαν αυτόν τον υπέροχο κόσμο, θα μας αφήσει να χαθούμε στα τάρταρα των γεγονότων.

  Είμαστε η γενιά που συνεχίζει πεισματικά να πιστεύει ότι δεν έχουν τελειώσει όλα. Είμαστε η γενιά που έχουμε σιχαθεί τα πάντα, κοχλάζουμε, ξεχειλίζουμε οργή και κάθε τι με μορφή κατεστημένου, συστήματος, κυριαρχίας, ξυπνά μέσα μας τη μεγαλύτερη αγανάκτηση. Είμαστε η γενιά που καίει τα πάντα στο πέρασμά της, είμαστε η γενιά που τρέχει μέσα στους πολιτικούς κύκλους προσπαθώντας να βγάλει άκρη τι πήγε στραβά.

  Πού πήγαν οι υποσχέσεις. Που πήγε η ελπίδα. Πού πήγε αυτός ο υπέροχος κόσμος που μας έταξαν.

  Είμαστε η γενιά που έχει μουδιάσει γιατί δεν ξέρει τι να πιστέψει. Η γενιά που τρέχει από το ένα άκρο στο άλλο, η γενιά που φωνάζει και οργίζεται, η γενιά που δεν αντιδράει, η γενιά που φοβάται, η γενιά που δεν καταλαβαίνει, η γενιά που νομίζει ότι τα ξέρει όλα.

   Η γενιά που τρέχει γύρω γύρω από την ουρά της, γιατί δεν τον ξέρει στην πραγματικότητα τον κόσμο, κι όσα νόμιζε ότι ήξερε, της τα ‘χαν πει αλλιώς.
   Η γενιά που τα είχε όλα και που τα χάνει όλα.

___________________

  Ζούμε σε μια εποχή που ο καθένας μας καλείται να σκεφτεί για το παρόν. Το μέλλον έχει χαθεί. Ακόμα και το «κακό» μέλλον, είναι τόσο αδιόρατο και αδιευκρίνιστο που δεν έχει νόημα να το λιβανίζεις ξανά και ξανά. Πώς θα τα βγάλεις πέρα αυτόν τον μήνα, πώς θα διευθετήσεις τα πράγματά σου αυτή τη βδομάδα, τι αλλαγή μπορείς να κάνεις αυτή τη φορά, πώς θα βγουν οι μήνες που έρχονται. Το μέλλον φτάνει το πολύ μέχρι το τέλος του ίδιου χρόνου.
«Δύσκολος θα’ναι αυτός ο χρόνος ρε παιδιά».

  Είναι γεγονός αυτό. Τολμάμε να σκεφτούμε το κοντινό μέλλον κι αμέσως προσθέτουμε εκφράσεις, λέξεις, κινήσεις που αποδεικνύουν ότι τα λόγια μας είναι τελείως του αέρα κι ότι απλά κάναμε μία σκέψη. Ή αμέσως επικαλούμαστε «καλώς εχόντων των πραγμάτων», ή κάποια Θεία δύναμη να φροντίσει να φτάσουμε μέχρι εκείνο το σημείο που συζητάμε.

  Το μέλλον έχει πάρει μία τραγελαφική μορφή πλέον. Ακόμα και στα πολιτικά δρώμενα έχει τόσο μικρή διάρκεια ζωής. Είναι τόσο κοντινό. Το μέλλον πλέον είναι το κοντινό μέλλον. Δεν υπάρχει μέλλον με βάθος χρόνου. Δεν υφίσταται σαν ιδέα. Υπάρχει σα φευγαλέα σκέψη σε κάποια μυαλά, σε κάποιες φιλοσοφικές συζητήσεις, σε κάποια όνειρα, όσα τολμάνε να ξεμυτίσουν μια σταλίτσα. Ή υπάρχει ως κάτι βαρύ και μακάβριο, ως κάτι ανεκπλήρωτο και ουτοπικό, ως μία αλλαγή που θα συμβεί σε βάθος χρόνου, και ποιος ξέρει, «μπορεί τα παιδιά μας να τα’χουν καλύτερα».

Πες μου λοιπόν. Πες μου πώς η γενιά της υπόσχεσης, η γενιά της ελπίδας, η γενιά του μέλλοντος, μπορεί να υπάρξει σ’αυτήν την εποχή. Πώς η γενιά των μεγάλων ονείρων, της μακράς σταθερότητας και σιγουριάς, μπορεί να προσγειωθεί στο τώρα της, μπορεί να προσγειωθεί στην απαιτητικότατη πραγματικότητα. Την πραγματικότητα των υπολογισμών, των χρημάτων, των λογαριασμών,  της στέρησης, του άγχους.

  Πες μου πώς αυτό το παιδί που μεγάλωσε με τη σκέψη ότι χτίζει πετραδάκι πετραδάκι ένα σπουδαίο μέλλον, πώς το παιδί που έμαθε να τρέχει από ‘δω κι από ‘κει και να δοκιμάζει τα πάντα και να ετοιμάζει τον εαυτό του για κάτι μεγάλο, πώς αυτό το παιδί θα προσγειωθεί στην σκληρή πραγματικότητα. Πώς αυτό το παιδί θα πιάσει μια απλή δουλειά με έναν οριακό στην καλύτερη των περιπτώσεων μισθό, πώς θα χρησιμοποιήσει αυτόν τον μισθό για να ζήσει αυτό κι ίσως κι ένα τμήμα της οικογένειάς του. Πώς θα δώσει τα λεφτά που έβγαλε εν τέλει για να καλύψει τις ανάγκες τις οικογενειακές. Πώς θα πάρει αυτά τα λεφτά και θα πάει να τα δώσει στη ΔΕΗ, όταν διδάχθηκε, έμαθε να πιστεύει ότι αυτά τα λεφτά θα τα κράταγε κατά δικά του για το δικό του λαμπρό μέλλον. Αν τυχόν ποτέ αποφάσιζε να δουλέψει. Ακριβώς για να μαζέψει κατά δικά του λεφτά.

  Πώς η γενιά της υπόσχεσης θα κάνει στην άκρη όλες τις υποσχέσεις, όλα τα όνειρα για το μέλλον που βιδώθηκαν μέσα της από τα πρώιμα στάδια κιόλας της παιδικής της ηλικίας, και θα τρέξει, θα τρέξει αυτόν τον χρόνο, και τον επόμενο χρόνο, ίσα ίσα για να καταφέρει να επιβιώσει;

  Μας έμαθαν να ονειρευόμαστε μεγάλα και τρανά όνειρα. Μας έμαθαν να έχουμε πίστη σε ένα σπουδαίο μέλλον. Μας έμαθαν πώς η κάθε μας κίνηση, η κάθε μας προσπάθεια, η κάθε στάλα ιδρώτα μας θα ήταν ένα ακόμα βήμα πιο κοντά στην ευημερία.
Τώρα καλούμαστε να δώσουμε ότι έχουμε και δεν έχουμε, απλά και μόνο για το τώρα. Μόνο για το τώρα. Μας πήραν το ζωηρό και σπουδαίο μέλλον που τόσο τρανά μας υποσχέθηκαν, και μας έδωσαν ένα τώρα που συνεχίζει να υφίσταται χάρη σε μηχανική υποστηρίξη που κι αυτή υπολειτουργεί.

  Πες μου πώς αυτή η γενιά δεν θα χάσει την ελπίδα της. Πώς αυτή η γενιά δεν θα είναι οργισμένη. Δεν θα είναι παραιτημένη. Δεν θα είναι απρόθυμη. Πες μου πού θα βρει αυτή η γενιά κίνητρο να συνεχίσει να υπάρχει. Πες μου πώς ένα μυαλό που έμαθε ότι θα μπορέσει να πάει ένα βήμα παραπέρα, που άρχισε να σκαλίζεται για να πάει ένα βήμα παραπέρα, πώς θα γυρίσει δέκα βήματα τώρα πίσω. Και πώς αυτό το μυαλό, δεν θα γεμίσει παράπονο για όλα όσα θα μπορούσε να έχει. Όλα όσα νόμιζε ότι θα μπορούσε να ζήσει. Όλα όσα του υποσχέθηκαν ότι θα ζήσει και θα έχει. Όλα όσα, μέσα του, θεωρεί  ότι δικαιούται να ζήσει.




- Μ.Ζ.



Αυτοκρατορικός Τζιτζικοπεταλωτής

Έπεα Πυρόεντα