Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Μια απάθεια παντού

Τώρα τελευταία, έχω χάσει κάθε ενδιαφέρον για όλα. Πριν λίγο καιρό, κάτι είχα πάθει και είχα μια απίστευτη δίψα για μάθηση και ενέργεια για ζωή. Ρούφαγα τα πάντα σα σφουγγάρι, διάβαζα απίστευτο όγκο βιβλίων, λογοτεχνικών και μη, αναζητούσα πράγματα, διασταύρωνα πηγές, άκουγα, έψαχνα. Λάτρευα ότι είχα, διασκέδαζα με τους φίλους μου, περνούσα ωραία. Ακόμα και το γεγονός ότι στο καράτε(που πάντα υπεραγαπούσα :) ) δεν είχα παρέες γιατί είχα αλλάξει σχολή, δεν με απασχολούσε. Ούτε το γεγονός ότι στα αγγλικά η αλλαγή τμήματος μου άλλαξε και περιβάλλον και φίλους. Τώρα ξαφνικά, έχασα κάθε ενδιαφέρον για όλα. Για μάθηση, ακόμα και εξωσχολική, βαριέμαι τα πάντα, προσπαθώ να τα αποφύγω όλα, βαριέμαι να ζωγραφίσω, να γράψω, να ακούσω μουσική. Μια απάθεια κυριαρχεί μέσα μου. Προσπαθώ να καταφύγω σε πράγματα που κάποτε λάτρευα όσο τίποτα, αλλά τελικά τίποτα δεν γίνεται. Πλέον έχω χάσει κάθε ενδιαφέρον για την ανάγνωση, για το καράτε, για τον αθλητισμό, για την λογοτεχνία. Προσφάτως απογοητεύτικα πλήρως από την χώρα μου, από την νεότερη ιστορία της, και το μόνο που με συντηρεί είναι η αρχαία ιστορία της. Αλλά και για αυτήν αμφιβάλλω. Πλέον, το μόνο που απωθεί αυτήν την απάθεια, είναι οι φίλοι μου και οι παρέες μου. Και αυτά όχι πλήρως. Έχω φτάσει σε σημείο να ανυπομονώ να γράψω γιατί θα δω τους κολλητούς μου. Επίσης πλέον, έχω γίνει εντελώς αναίσθητη σε ψυχολογικά θέματα. Παλιότερα, κάτι που θα με πείραζε αφάνταστα και θα με πλήγωνε, τώρα πια με αφήνει παγερά αδιάφορη. Πράγματα τα οποία παλιότερα θα με καταρράκωναν, τώρα τα φτύνω. Δεν μπορώ να με καταλάβω.

Προσπαθώ να πιασώ από ψεύτικες χειρολαβές, ελπίζοντας να βρω κάτι σταθερό να με κρατήσει. Να με κρατήσει να μην χαθώ σε μια άβυσσο που τελικά δεν ξέρω καν τι είναι. Ούτε αν είναι κακιά, ούτε αν είναι καλή. Απλά φοβάμαι να βυθιστώ μέσα της. Βασικά δεν φοβάμαι. Αδιαφορώ. Απλά συνήθως δεν αφηνόμαστε σε τέτοιες αβύσσους. Οπότε κρατάω τις αποστάσεις μου.


Άκρα του τάφου σιωπή, στον κάμπο βασιλεύει.
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε, στα μάτια η μάνα μνέει.
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός, παράμερα και κλαίει.
" Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ'έχω ΄γω στο χέρι;
Όπου συ μου γινες βαρύ, κι ο Αγαρηνός το ξέρει."

Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Δ. Σολωμός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Αυτοκρατορικός Τζιτζικοπεταλωτής

Έπεα Πυρόεντα